- μίσθιος
- -ία, -ιο (ΑΜ μίσθιος, -ία, -ιον) [μισθός]αυτός που εργάζεται λαμβάνοντας μισθό, μισθωτός («τῶν δὲ Σπαρτιατῶν παῑδας οὐκ ἐπ' ὠνηταῑς, οὐδὲ μισθίοις ἐποιήσατο παιδαγωγοῑς ὁ Λυκοῡργος», Πλούτ.)νεοελλ.1. αυτός που νοικιάζεται («μίσθιο χωράφι»)2. το ουδ. ως ουσ. το μίσθιοκάθε κινητό ή ακίνητο το οποίο ενοικιάζεταιμσν.-αρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ μίσθιοςμισθωτός υπηρέτης, δούλοςαρχ.(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μίσθιοιοι μισθοφόροι.
Dictionary of Greek. 2013.